- ἱπποσόος
- ἱπποσόος only in fem.,1 driving horses Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ Artemis O. 3.26 ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς (Bergk: ἱππόσθα codd. Dion. Hal.: sc. ἀκτὶς ἀελίου) Πα. . . ἱπ]ποσόα θυ[γατ P. Oxy. 1792. fr. 51.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.